- δρυτομος
- δρυτόμοςδρῠ-τόμος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δρυτόμος — δρυτόμος, ον (AM) ξυλοκόπος … Dictionary of Greek
δρυτόμος — wood cutter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυτόμοι — δρυτόμος wood cutter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυτόμοις — δρυτόμος wood cutter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυτόμον — δρυτόμος wood cutter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυτόμου — δρυτόμος wood cutter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυτόμους — δρυτόμος wood cutter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυτόμων — δρυτόμος wood cutter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυτόμῳ — δρυτόμος wood cutter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)